διαιρετός

διαιρετός
-ή, -ό (AM διαιρετός, -ή, -όν) [διαιρώ]
1. αυτός που μπορεί να διαιρεθεί ή να κατατμηθεί
2. το ουδ. ως ουσ. το διαιρετόν
η διαιρετότητα
αρχ.
1. αυτός που έχει διαιρεθεί, ο χωρισμένος σε μέρη
2. ο διαμοιρασμένος, ο διανεμημένος
3. ο ευδιάκριτος
νεοελλ.
μαθ. αυτός που διαιρείται επακριβώς χωρίς να αφήνει υπόλοιπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαιρετός — divided masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετός — ή, ό αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, να χωρισθεί: Άρτιοι ονομάζονται οι αριθμοί που είναι διαιρετοί με το δύο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαιρετά — διαιρετός divided neut nom/voc/acc pl διαιρετά̱ , διαιρετός divided fem nom/voc/acc dual διαιρετά̱ , διαιρετός divided fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετόν — διαιρετός divided masc acc sg διαιρετός divided neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρεταῖς — διαιρετός divided fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρεταί — διαιρετός divided fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετοῖς — διαιρετός divided masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετοί — διαιρετός divided masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετοῦ — διαιρετός divided masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετούς — διαιρετός divided masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”