- διαιρετός
- -ή, -ό (AM διαιρετός, -ή, -όν) [διαιρώ]1. αυτός που μπορεί να διαιρεθεί ή να κατατμηθεί2. το ουδ. ως ουσ. το διαιρετόνη διαιρετότητααρχ.1. αυτός που έχει διαιρεθεί, ο χωρισμένος σε μέρη2. ο διαμοιρασμένος, ο διανεμημένος3. ο ευδιάκριτοςνεοελλ.μαθ. αυτός που διαιρείται επακριβώς χωρίς να αφήνει υπόλοιπο.
Dictionary of Greek. 2013.